Πολύ συχνά ακούμε, κυρίως από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να αναμιγνύεται στην πολιτική αλλά να περιορίζεται στα του οίκου Της. Αυτούσια, μάλιστα, αυτή τη φράση υιοθέτησε πρόσφατα και ένας ιεράρχης της Ηπείρου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι και ποιμένες της Εκκλησίας έχουν παγιδευτεί στην περίεργη αυτή λογική, νομίζοντας ότι έτσι εκφράζουν την αλήθεια και προφυλάσσουν την Εκκλησία από την εκκοσμίκευσή Της!
* * *
Πριν εξετάσουμε αν αληθεύουν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι στο θέμα αυτό, είναι χρήσιμο και αναγκαίο να...διερευνήσουμε τη σκοπιμότητα πού υπαγορεύει τον ισχυρισμό τους ότι δεν πρέπει τάχα να αναμιγνύεται η Εκκλησία στην πολιτική. Δεν θα κάνουμε φανταστικές, άδικες και συκοφαντικές υποθέσεις εις βάρος τους, αλλά θα στηριχθούμε σε πραγματικά γεγονότα, πού μπορεί ο καθένας να επιβεβαιώση. Είναι ή δεν είναι αλήθεια ότι και πολιτικοί και δημοσιογράφοι κατηγορούν πλειστάκις, ευκαίρως-ακαίρως, την Εκκλησία ότι δεν έκανε τίποτα κατά τη διάρκεια της επταετίας εναντίον της δικτατορίας; Γιατί την κατηγορούν, αφού πιστεύουν ότι δεν πρέπει η Εκκλησία να πολιτεύεται; Αν ήσαν συνεπείς με το πιστεύω τους αυτό, έπρεπε να την επαινούν πού δεν ανεμίχθη στα πολιτικά πράγματα της επταετίας. Αυτοί, όμως, έχουν το σκοπό τους πού την κατηγορούν και γι’ αυτό πρός στιγμήν κάνουν πώς λησμονούν το πιστεύω τους. Την κατηγορούν γιατί θέλουν να την χρησιμοποιούν μόνο όταν αυτοί κρίνουν ότι εξυπηρετείται το πολιτικό τους παιχνίδι και οι κομματικοί τους σχεδιασμοί και όχι όποτε κρίνει η Εκκλησία ότι πρέπει να μιλήση.
Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία ανεμίχθη και κατά την περίοδο της δικτατορίας και ήλεγξε τους δικτάτορες, όταν παρέβαιναν τις ευαγγελικές εντολές, λόγω δε αυτού του ελέγχου εκθρονίσθηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, στη θέση του οποίου η δικτατορία εγκατέστησε τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, τον οποίον διετήρησαν και όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, για να φανή περίτρανα ότι οι πολιτικοί δεν ανέχονται τους κληρικούς πού έχουν λόγο αληθείας, γιατί ο λόγος αυτός τους χαλάει τα σχέδια και δεν μπορούν να παραπλανούν τους ανθρώπους. Έτσι, δίνουν τη “ρετσινιά” του χουντικού στον αρχιεπίσκοπο πού τους αντιστέκεται και απονέμουν τον τίτλο του δημοκρατικού σ’ αυτόν πού τους κάνει τα χατήρια ή είναι αφωνότερος ιχθύος, αδιαφορώντας αν αυτός επεβλήθη από τους δικτάτορες της στυγνότερης περιόδου της επταετίας! Οι πολιτικοί θέλουν να εκφράζεται πολιτικά η Εκκλησία μόνο σε θέματα της επιλογής και της εγκρίσεώς τους. Θέλουν μια Εκκλησία πού να πιστεύη και να ενεργή σαν τους σταυρωτάς του Χριστού. Μια Εκκλησία πού θα συντάσσεται με το «ουκ έχομεν Βασιλέα ει μη Καίσαρα!», γιατί μόνο μια τέτοια Εκκλησία τους αφήνει ασύδοτους να συρρικνώνουν την αλήθεια στα μέτρα των σκοπιμοτήτων τους!
Για να συμπληρώσουμε τη διερεύνηση των προθέσεων των πολιτικών πρέπει να διερωτηθούμε: Γιατί, άραγε, αυτοί κόπτονται τόσο πολύ, διαλαλώντας σε όλους τους τόνους ότι δεν πρέπει να αναμιγνύεται η Εκκλησία στην πολιτική; Αυτό το “πρέπει” από πού πηγάζει; Ποιός το απαιτεί και γιατί; Μήπως πηγάζει από το γνήσιο ενδιαφέρον των πολιτικών και των δημοσιογράφων για την διασφάλιση της πνευματικότητος της Εκκλησίας, πού κινδυνεύει τάχα από την έλλειψη συνέσεως στους κληρικούς; Όχι βέβαια! Κανείς μας δεν είναι τόσο αφελής για να πιστεύη τέτοια παραμύθια. Εξ άλλου η συστηματική πολεμική πού υφίσταται η ορθόδοξη πίστη μας και η ευσέβεια του λαού μας από τις λυσσαλέες επιθέσεις και των δύο αυτών παρατάξεων αλλά και η αντιευαγγελική νομοθεσία πού καθημερινά πληθαίνει στον τόπο μας δεν αφήνουν περιθώρια και στον αφελέστερο των ανθρώπων να παραμένη αφελής!
Τότε, γιατί η επιμονή τους; Απλούστατα, γιατί δεν θέλουν να ακούγεται ο λόγος της Εκκλησίας επειδή γνωρίζουν πολύ καλά την τεράστια δύναμη της Εκκλησίας! Γνωρίζουν πώς ο λαός εμπιστεύεται τους ιερείς του, γιατί οι κληρικοί ξυπνάμε τον λαό και δεν τον αφήνουμε να πέφτη θύμα των παραπλανήσεων και των παγίδων, πού με μαεστρία του στήνουν, με στόχο να υποκλέψουν την έγκριση των πολιτών για τα εκθεμελιωτικά σχέδιά τους, παρουσιάζοντας έντεχνα τις ενέργειές τους αυτές ως λαϊκή επιταγή!
Σ’ ένα πρόχειρο αντίλογό τους, με τον οποίο επιχειρούν να εξηγήσουν τη μανία πού έχουν για να βάλουν φίμωτρο στην Εκκλησία, ισχυρίζονται πώς τάχα οι κληρικοί δεν ψηφίζονται και γι’ αυτό δεν νομιμοποιούναι να έχουν πολιτικό λόγο(!) Όμως, ούτε οι δημοσιογράφοι ψηφίζονται και παρά ταύτα, όχι μόνο έχουν πολιτικό λόγο αλλά και πολλές φορές έχουν τόσο καθοριστικό και κοφτερό λόγο, πού εγκαλούν και βάζουν σε πολύ δύσκολη θέση υπουργούς και πρωθυπουργούς! Οι δημοσιογράφοι, χωρίς να ψηφίζονται, έχουν κατορθώσει να θεωρούνται από όλους ως τετάρτη εξουσία(!), ενώ κατ’ ουσίαν είναι η πρώτη και σχεδόν μοναδική εξουσία, αφού καταντήσαμε να μην μπορούμε ούτε “κίχ” να κάνουμε χωρίς την έγκριση των δημοσιογράφων!
Όμως εις πείσμα των αντιφρονούντων, οι κληρικοί ψηφίζονται από το λαό και μάλιστα, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δεν ψηφίζονται αναγκαστικά (όπως στα προκαθορισμένα ψηφοδέλτια, πού εκφράζουν τον κομματάρχη πού συμπεριέλαβε τα συγκεκριμένα ονόματα) αλλά ψηφίζονται ολόψυχα με το να ανοίγουν οι άνθρωποι μπροστά τους διάπλατα τις ψυχές τους, αποκαλύπτοντάς τους τα μύχια της υπάρξεώς τους, τις αμαρτίες αλλά και τους αγαθούς και κατά Θεόν πόθους τους.
Οι κληρικοί, παρά ταύτα, δεν διεκδίκησαν και δεν διεκδικούν ετσιθελικά να γίνουν ηγέτες του λαού, ούτε έχουν συμφέροντα και προσδοκίες κοσμικής εξουσίας, είναι, όμως, υποχρεωμένοι να σταθούν στο πλευρό των ανθρώπων και να ακούσουν τη φωνή απογνώσεώς τους πού τους ζητεί κάτι να κάνουν πριν είναι πολύ αργά.
Ο λαός βλέπει τους κληρικούς αληθινούς πατέρες του, γιατί τους ζει καθημερινά από κοντά, να τον στηρίζουν, να τον διαφωτίζουν, να τον προστατεύουν, να τον καθοδηγούν. Ο πιστός λαός δεν καθοδηγείται από την τηλεόραση στο να γνωρίση τους ποιμένες του αλλά τους γνωρίζει προσωπικά μετά από προσεκτική έρευνα. Ο πιστός λαός ξέρει πως, αφού έχουν σαπίσει όλες οι δομές της κοινωνίας δεν μπορεί να εξαιρούνται και κάποιοι πού ευρίσκονται στον ιερό κλήρο, γι’ αυτό ερευνά να ανεύρη αυτούς πού είναι πιστοί στην αποστολή τους και του εμπνέουν εμπιστοσύνη και δεν επηρεάζεται αυτή του η εμπιστοσύνη από την τηλεόραση, πού συστηματικά και με πρόθεση προβάλλει και παρουσιάζει ό,τι χειρότερο και ευτελέστερο σε ποιότητα κληρικών όλων των βαθμών υπάρχει σήμερα στον εκκλησιαστικό οργανισμό.
Αυτός ο πιστός λαός όχι μόνο εγκρίνει αλλά και ζητεί εναγωνίως από τους ποιμένες του να μιλήσουν, να πάρουν θέση και να κάνουν κάτι για να αλλάξη η θανατηφόρα πορεία του σύγχρονου κόσμου.
* * *
Είδαμε ότι δεν είναι λογική ούτε συνταγματική η απαίτηση των πολιτικών και των δημοσιογράφων –των κατ’ εξοχήν εκφραστών της παγκοσμίου διαπλοκής– για τη φίμωση της Εκκλησίας, αφού κανείς δεν μπορεί να στερήση από τους κληρικούς το δικαίωμα του εκφράζεσθαι, πού έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες των δημοκρατικών χωρών.
Παρά ταύτα, η Εκκλησία, παρά το αναφαίρετο, δηλαδή, δικαίωμά Της, δεν είναι Εκείνη πού εμπλέκεται στην πολιτική, αλλά οι πολιτικοί είναι αυτοί πού εμπλέκονται ασύστολα και δικτατορικά στην περιοχή του Θεού, πού είναι η περιοχή της Εκκλησίας.
Το Ευαγγέλιο δεν αφορά μόνο στην μέλλουσα ζωή των ανθρώπων, ώστε οι ιερείς να ασχολούνται μόνο με τα μετά θάνατον, αλλά θεωρεί την παρούσα ζωή, με όλες τις λεπτομέρειές της, ως προϋπόθεση και πρόκριμα για την σωτηρία του ανθρώπου. Συνεπώς, ενδιαφέρουν άμεσα το Ευαγγέλιο οι συνθήκες πού επικρατούν στην καθημερινή μας ζωή, γιατί αυτές είναι πού επηρεάζουν θετικά }η αρνητικά τους ανθρώπους. Και σαφώς επηρεάζουν αρνητικά οι συνθήκες πού επαινούν και προωθούν την αμαρτία και την διαστροφή και διακωμωδούν και διασύρουν την ηθική και την ευλάβεια.
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήση κανείς πολύ για να καταφανή ότι δουλειά της Πολιτείας είναι μόνο η γεωργία, το εμπόριο, οι συγκοινωνίες, οι τέχνες, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, η αστυνόμευση, οι δίκες των ενόχων και η εξωτερική πολιτική. Δεν είναι η διαμόρφωση του ήθους των ανθρώπων, δηλαδή της εν γένει καλλιεργείας και παιδείας τους, ούτε ο προσδιορισμός του τι είναι χριστιανικό και τι όχι. Αυτό είναι έργο αποκλειστικά της Εκκλησίας. Βεβαίως και οι δραστηριότητες πού αναγνωρίζονται ως έργο της Πολιτείας δεν μπορούν να αποξενώσουν την Εκκλησία, γιατί η πνευματική εποπτεία όλων των τομέων της ανθρωπίνης δραστηριότητος ανήκει στο Θεό και, συνεπώς, στην Εκκλησία Του. Και Εκκλησία του Θεού δεν είναι η εκάστοτε Εκκλησιαστική Διοίκηση αλλά ο κλήρος και ο λαός πού τηρούν το Ευαγγέλιο και το θέτουν πάνω από κάθε επίγεια αρχή και εξουσία. Είναι εκείνοι, πού δεν διανοούνται να δεχθούν παραχαράξεις του Ευαγγελίου, όχι μόνο από τους πολιτικούς αλλά ούτε από «αγγέλους φωτός»!
Έτσι η Εκκλησία θα μπορούσε για πολλά πράγματα να κατηγορήση την Πολιτεία και τους πολιτικούς, βλέποντας ότι δεν τους απασχολεί το ότι ο λαός ταπεινώνεται και εξευτελίζεται κάθε μέρα στις δημόσιες Υπηρεσίες και πρέπει να βάλη “μέσον” για να πετύχη αυτό πού είναι στοιχειώδες δικαίωμά του. Δεν τους απασχολεί ότι ο λαός μας δεν μπορεί να βαστάση άλλο τις ανάλγητες, Διοκλητιανού τύπου, φορολογίες, με αποτέλεσμα να περιορίζη τα μέλη της οικογενείας του, αποφεύγοντας την τεκνογονία, αφού έχει φθάσει στην απόγνωση. Δεν τους απασχολεί ότι οι περισσότεροι γιατροί στα νοσοκομεία συμπεριφέρονται στους ασθενείς σαν να είναι υποζύγια, χωρίς να τους ενημερώνουν στοιχειωδώς για την εξέλιξη της ασθενείας τους και χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την γνώμη τους. Δεν τους απασχολεί ότι τα Πανεπιστήμιά μας βγάζουν κάθε χρόνο και πιο αγράμματους και απολίτιστους αποφοίτους, με φυσικό επακόλουθο να έχουν καταντήσει τα σχολεία μας περισσότερο άντρα ασυδοσίας και εξτρεμισμού παρά εργαστήρια γνώσεως και πνεύματος. Δεν τους απασχολεί ότι οι αγρότες παίρνουν τα ψίχουλα και οι κάθε λογής μεσάζοντες, χωρίς να κοπιάσουν, λαμβάνουν την μερίδα του λέοντος. Δεν τους απασχολεί η λαϊκή κατακραυγή και η αγανάκτηση του λαού πού βλέπει τους μισθούς του σκληρού μόχθου του να παραμένουν σχεδόν στάσιμοι ενώ η ακρίβεια πολλαπλασιάζεται, και από την άλλη μεριά να αυξάνωνται αλματωδώς, χωρίς ντροπή, οι μισθοί δύο–τριών κλάδων, με επικεφαλής τους βουλευτές, σαν να μην είναι αυτό η πιο κραυγαλέα και αδίστακτη επίδειξη ρατσισμού!
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα θα μπορούσε η Εκκλησία να κατηγορήση τους άρχοντες. “Αντί, όμως, να τρίζη η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης”. Αντιστρέφονται οι όροι και οι πολιτικοί από κατηγορούμενοι γίνονται κατήγοροι της Εκκλησίας. Αντί να απολογηθούν στο λαό πού δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ζητούν και τα “ρέστα” αναλαμβάνοντας να καθορίζουν αυτοί το περιεχόμενο της Χριστιανικής διδασκαλίας και να προσδιορίζουν αυτοί την “διδακτέα ύλη” της Εκκλησίας και των Ποιμένων Της!
Αυτά πού περιγράψαμε περιληπτικά πρέπει να αρχίσουν να συζητούνται σε έκταση μεταξύ των πιστών, ώστε να πάψη να επικρατή η πλάνη συσκοτίζοντας την Αλήθεια, πού ελευθερώνει τους ανθρώπους.
Βεβαίως, όλες οι παραπάνω τοποθετήσεις μας ισχύουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι πολιτικοί, πού διεκδικούν τη διακυβέρνηση, θέλουν να θεωρούνται χριστιανοί Ορθόδοξοι, οπότε τη γνωμάτευση για την Ορθοδοξία τους θα την εκδίδη αποκλειστικά η Εκκλησία. Αν επιλέξουν να πάψουν να είναι χριστιανοί, πρέπει με θάρρος και χωρίς περιστροφές να το πουν στο λαό, όπως ξεκάθαρα το έχει πει το Κ.Κ.Ε. και έχει μείνει στο 8%!
Όμως πρέπει να ξέρουν ότι τους αθέους ελάχιστοι τους εμπιστεύονται για να κυβερνήσουν, γιατί και ο πιο αφελής γνωρίζει ότι αυτός πού δεν φοβάται τον Θεό προσέχει μόνο τόσο, όσο για να μην γίνη αντιληπτός απ’ τον ...Εισαγγελέα! Γιατί και ο πιο αφελής συμφωνεί ολόψυχα με τον μεγάλο Ντοστογιέφσκυ πως, «όταν δεν υπάρχη Θεός, όλα επιτρέπονται»...
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
“ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ”
Νοέμβριος 2007 - Τεύχος 65
ΠΗΓΗ:ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου